Ο τόμος αυτός αποτελεί συλλογή κειμένων που γράφτηκαν προς τιμήν του ιστορικού Γιάνη Γιανουλόπουλου. Σε μια εποχή που η ιστορική παραγωγή χαρακτηρίζεται από μεθοδολογικό πλουραλισμό και το εξαιρετικά μεγάλο εύρος των θεματικών της (εξέλιξη που έχει κατά περίπτωση χαρακτηριστεί τόσο ως «έκρηξη της Ιστορίας» όσο και ως «γνωστικός κατακερματισμός»), την ολοένα και πιο συχνή υιοθέτηση επιμέρους – «αποκεντροθετημένων» – οπτικών και τη σταδιακή αποκαθήλωση των «μεγάλων αφηγήσεων», συνδυαστικά με μια έντονη στροφή προς τη μεταθεωρητική διερεύνηση, τα κείμενα που ακολουθούν συνυφαίνουν ευρήματα και προβληματισμούς πάνω στον
κεντρικό καμβά της αλληλεπίδρασης κοινωνίας και πολιτικής. Τα μοτίβα, οι χρονικότητες και οι μηχανισμοί ανάδυσης του εθνικισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τα Βαλκάνια· ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση «εθνικών ταυτοτήτων»· και ο αναστοχασμός πάνω στην ίδια την ιστοριογραφική λειτουργία, τη θέση δηλαδή της Ιστορίας στη δημόσια σφαίρα (και η απαρίθμηση ασφαλώς δεν είναι εξαντλητική), όλα αποτελούν ερευνητικές εστίες τις οποίες ο Γιανουλόπουλος είτε ρητά υπηρέτησε, είτε ενέπνευσε.
Ο ίδιος ο τίτλος του τόμου –Αθέατες όψεις της ιστορίας- παραπέμπει σε ένα εγχείρημα δύσκολο, όμως για τον κριτικό ιστοριογράφο, αταλάντευτο και διαρκές. Από καταβολής τους οι ανθρωπιστικές σπουδές αναμετρώνται με τον μεγάλο στόχο της αποκάλυψης αυτού που, ασφαλώς όχι τυχαία, παραμένει συγκαλυμμένο και, ως εκ τούτου, γνωστικά απροσπέλαστο. Σε όλες τις εποχές, οι εξουσίες θεμελιώνουν την αναπαραγωγή τους στη συστηματική διαστρέβλωση και την αποσιώπηση. Στη διαδικασία αυτή η Ιστορία διαδραματίζει ρόλο πρόδηλα σημαίνοντα, που είναι όμως και χαρακτηριστικά Ιανικός. Καθώς συνιστά προνομιακό τόπο συγκρότησης συλλογικών οντολογικών αφηγημάτων και ταυτοτήτων (απαντήσεις στο εναγώνιο υπαρξιακό ερώτημα Ποιοι είμαστε;) η Ιστορία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί πρόσφορο πεδίο για την εγχάραξη και προώθηση διάφορων μορφών ιδεολογίας. Εκείνο το οποίο κάνει την Ιστορία ενασχόληση συναρπαστική είναι το άλλο της πρόσωπο, αυτό της έκθεσης και ανασκευής των ανυπόστατων μυθευμάτων που χαλκεύονται στον κορμό της: η άρνηση της παραχάραξης, η διερεύνηση των όψεων εκείνων του παρελθόντος που – ακριβώς – παραμένουν αθέατες. Η εργογραφία του Γιανουλόπουλου εμπνέεται καταστατικά από τη συγκεκριμένη κομβική επιδίωξη, με όρους οι οποίοι αναδεικνύουν, δίχως κραυγές και τυμπανοκρουσίες, κρίσιμα ζητήματα επιστημολογίας και μεθόδου – θεματικές που τέθηκαν επιτακτικά, χωρίς πάντα να φωτίζονται, και στις πρόσφατες συζητήσεις περί ιστοριογραφίας.
Εκτός από το ιστοριογραφικό εισαγωγικό κεφαλαίου και το κείμενό μου (βλ. «Εισαγωγή» και «Για μια σχεσιακή μελέτη της ανισότητας: θεωρητικές προϋποθέσεις και ερευνητικές προκλήσεις» στην Ενότητα ΙΙΙ.β)-, το έργο περιλαμβάνει κείμενα των: Θανάση Σφήκα, που πραγματεύεται συνολικά την ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου εντάσσοντας σε αυτήν τη σχετική εργοβιογραφία του Γιανουλόπουλου ·του Γιώργου Κόκκινου, ο οποίος εξετάζει τον «ολοκληρωτισμό» ως θεωρία και ιδεολογία ·του Χάγκεν Φλάισερ, που διερευνά την υπόθεση Βαλντχάιμ και το δικό του ρόλο στην εξέλιξή της· του Richard Clogg που, αξιοποιώντας ένα ως τώρα άγνωστο αρχειακό υλικό, μας μεταφέρει στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών· του Αντώνη Λιάκου, ο οποίος αναδεικνύει μια κεντρική αντίφαση που διέπει τη σύγχρονη ιστοριογραφική συζήτηση (είναι η ιστορία γνωστικό εγχείρημα της κατά το δυνατόν αμερόληπτης διερεύνησης του παρελθόντος, ή μήπως αποτελεί πόρο για την εμπρόθετη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και συνείδησης;)· της Μαρίας Ρεπούση, που εξετάζει την περιπέτεια του εορτασμού της εκατονταετηρίδας από την επανάσταση του 1821· της Χριστίνας Κουλούρη,η οποία καταγράφει την εξέλιξη του θεσμού των εθνικών επετείων· του Φίλιππου Κάραμποτ, ο οποίος, παραμένοντας στη γενική θεματική της εθνικής ταυτότητας, προσεγγίζει το ζήτημα της επενέργειας των θρησκευτικών αποκλεισμών· του Αλέξη Πολίτη, που επισημαίνει την εμπρόθετη, πλην εν πολλοίς ασυνείδητη (ως προς τις ευρωπαϊκές της καταβολές), αρχαιολατρεία/αρχαιοπληξία που χαρακτηρίζει την αναζήτηση λογοτεχνικού-ποιητικού κανόνα· της Αλεξάνδρας Πατρικίου, που εστιάζει την προσοχή της στην αντιεβραϊκή αρθρογραφία στον φιλικό προς τον Άξονα Τύπο της κατοχικής Θεσσαλονίκης· της Τασούλας Βερβενιώτη, η οποία, αντλώντας στοιχεία από ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό, μελετά τη δημιουργία του Εράνου της βασίλισσας Φρειδερίκης (1947-1950)· του Κώστας Κατσάπη, που μελετά τη συντηρητική ιδεολογία της δεκαετίας του 1960, μέσα από ομιλίες του βασιλιά Κωνσταντίνου αλλά και μελών της εκκλησιαστικής και πνευματικής ηγεσίας· της  Λένα Διβάνη η οποία εξετάζει τις δυνατότητες και την περίπλοκη πραγματικότητα των δύσκολων σχέσεων που ανέπτυξαν τα βαλκανικά κράτη μεταξύ τους, κυρίως από τη στιγμή που ξεκίνησε η εθνικιστική διαμάχη με επίκεντρο το Μακεδονικό· της Καίτη Τσίχλη, που ανασκοπεί τις περιπέτειες του αγροτικού ζητήματος στην Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία κατά την περίοδο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και τις πρώτες δυο δεκαετίες του 20ου αιώνα· του Γκισμέτ Καπλάνι που μελετά τη διαμόρφωση της αλβανικής εθνικής ταυτότητας· του Λάμπρου Μπαλτσιώτη για τον πληθυσμό των Αρβανιτών (αλβανόφωνων δηλαδή κατοίκων της νότιας Ελλάδας και της Ηπείρου, οι οποίοι εντάχθηκαν στο ελληνικό εθνικό φαντασιακό λόγω της συμμετοχής τους στην Επανάσταση του ’21)· του Ηλία Σκουλίδα, που εστιάζεται στις υλικές βάσεις του ανταγωνισμού μεταξύ ελληνικού και αλβανικού εθνικισμού·της Νάντιας Ντάνοβα, η οποία αναλύει το βουλγαρικό εθνικό αφήγημα με ερευνητική εστία τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Βούλγαροι προκειμένου να ορίσουν την οθωμανική κυριαρχία· του Άλκη Ρήγου, ο οποίος αντιπαραβάλλει την αποσπασματική τηλεοπτική εικόνα προς το κριτικό ιστορικό ντοκιμαντέρ· και του Στέφανου Πεσμαζόγλου, που εξετάζει την αποσιώπηση και την παραποίηση, μέσα από το μοτίβο της απροκάλυπτης παραχάραξης της Ιστορίας στα σχολικά εγχειρίδια.